ειρηνιστικός

ειρηνιστικός
η , ό[ν] пацифистский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ειρηνιστικός" в других словарях:

  • ειρηνιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνιστή ή στον ειρηνισμό («ειρηνιστική κίνηση», «ειρηνιστικές ομάδες») …   Dictionary of Greek

  • ειρηνιστικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον ειρηνισμό ή τους ειρηνιστές (βλ. λ.λ.), που συντελεί στον ειρηνισμό: Η ειρηνιστική κίνηση δεν είναι οργανωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπολεμικός — ή, ό (φιλολογία, σταυροφορία κ.λπ.) αυτός που στρέφεται εναντίον του πολέμου, ειρηνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πολεμικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»